- προσήμερος
- -ον, Ααυτός που διαρκεί μια μέρα, ο εφήμερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσήμερος — happening in one day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek